ηδυχαρής

ηδυχαρής
ἡδυχαρής, -ές (Α)
περιχαρής, γεμάτος χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ-* + -χαρής (< χάρος, το), πρβλ. αιμο-χαρής, περι-χαρής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἡδυχαρής — sweetly joyous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόπομπος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (720 675 π.Χ.). Ήταν γιος του Νίκανδρου, από το γένος των Ευρυπωντιδών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σημειώθηκαν σοβαρά πολεμικά γεγονότα και σημαντικές μεταβολές στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”